Η λέξη "Κατήχηση" σημαίνει διδασκαλία, προφορική. Και χρησιμοποιήθηκε η λέξη αυτή από παλαιά, από τα χρόνια των αγίων Αποστόλων, για να δηλώσει την στοιχειώδη διδασκαλία της χριστιανικής πίστης, που είναι αναγκαία για κάθε χριστιανό. Είναι δε πλασμένη η λέξη από εκείνο που συνέβη την Πεντηκοστή. Κατά την Πεντηκοστή ήρθε από πάνω, από τον ουρανό, προς τα κάτω ήχος, σαν ισχυρή βοή ανέμου και γέμισε όλο το σπίτι, όπου ήταν συγκετρωμένοι οι μαθητές. Από αυτές τις λέξεις "κάτω-ήχος", έγινε η λέξη "Κατήχηση". Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, κατήχηση ονόμαζαν την προφορική διδασκαλία των δογμάτων της χριστιανικής θρησκείας, που προετοίμαζε αυτούς που ήθελαν να ασπαστούν το χριστιανισμό και να δεχτούν το βάπτισμα.
Εμείς ως Κατήχηση εννοούμε την διαρκή προσπάθεια της Εκκλησίας να μεταγγίζει σε εμάς που με το βάπτισμα γίναμε μέλη της την Αλήθεια του Ευαγγελίου.
Η διαδικασία αυτή είναι πάρα πολύ σημαντική καθώς μέσα από την κατήχηση γνωρίζουμε την πίστη μας όχι τόσο γνωστικά, αλλά κυρίως ως μία διαφορετική στάση απέναντι στη ζωή και στον θάνατο. Από τα πρώτα βήματά της η Εκκλησία στήριξε το άνοιγμα προς τους ανθρώπους που ευρίσκονταν εκτός αυτής στην κατήχηση, με αποτέλεσμα ιεραποστολή και κατήχηση να είναι έννοιες στενότατα συνδεδεμένες και η δεύτερη να τελειοποιεί, να ολοκληρώνει και να καλλιεργεί επαρκώς τους σπόρους που έριχνε στους ανθρώπους η πρώτη.
Με την πάροδο των ετών και την καθιέρωση του νηπιοβαπτισμού η διαδικασία άλλαξε, αλλά η σημασία και η αναγκαιότητα της κατηχήσεως παρέμειναν αμετάλλακτες. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η κατήχηση ήταν μία μακρά βιωματική διαδικασία που διαρκούσε πολύ και δεν περιοριζόταν στη συσσώρευση γνώσεων σχετικών με το χριστιανισμό, αλλά βήμα βήμα, με σταθερότητα, σοβαρότητα και συναίσθηση της ευθύνης οδηγούσε τον κατηχούμενο στον ναό και στην σταδιακή επαφή με τη λατρεία. Ο κατηχητής προσέφερε στον κατηχούμενο θεωρητική γνώση του ευαγγελικού λόγου, της πίστεως, του Χριστού, των μυστηρίων και της παραδόσεως της Εκκλησίας, ενώ ταυτόχρονα, με λεπτότητα και διάκριση τον χειραγωγούσε στη λατρεία. Τα ίχνη από την έμμεση συμμετοχή των κατηχουμένων στη λατρεία σώζονται μέχρι σήμερα με τη μορφή των ευχών υπέρ των κατηχουμένων, αλλά και της εκφωνήσεως του διακόνου «Τας θύρας, τας θύρας», που σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει «το νού σας στις πόρτες μήπως κάποιος που δεν έχει βαπτιστεί έμεινε, από αυτό το σημείο και έπειτα, μέσα στον ναό». Οι πολύ σημαντικές ευχές που αναφέρονται στους κατηχουμένους μας δείχνουν –μεταξύ άλλων- ότι η διαδικασία της κατηχήσεως δεν αφορούσε μόνο τους «ειδικούς», π.χ. τον επίσκοπο, τους κληρικούς και τους κατηχητές, αλλά ήταν καρπός προσευχής όλου του σώματος της Εκκλησίας· ήταν έκφραση της φροντίδας των πιστών για τους αδελφούς που προετοιμάζονταν για να λάβουν το Άγιο Βάπτισμα. Η στιγμή του Βαπτίσματος, που ακολουθούσε την κατήχηση και ερχόταν μετά από ένα, δύο ή και περισσότερα χρόνια, ήταν και αυτή ένα σημαντικό εκκλησιαστικό γεγονός, όπως διαπιστώνουμε από τις γραπτές μαρτυρίες και τα σωζόμενα Βαπτιστήρια των πρώτων χριστιανικών αιώνων.
Η δομή και η θέση των Βαπτιστηρίων, όπως διαπιστώνουμε από τα σωζόμενα, πολλά από τα οποία διατηρούνται στην Κω προ(σ)καλώντας τον επισκέπτη να τα αποκρυπτογραφήσει, ήταν τέτοια, ώστε να υποστηρίζουν το θεολογικό και εκκλησιολογικό υπόβαθρο της κατηχητικής διαδικασίας. Βρίσκονταν δίπλα στον ναό, συνήθως ενωμένα με αυτόν, ώστε αμέσως μετά το Βάπτισμα όλοι μαζί να εισέρχονται, εν πομπή, στον χώρο της χάριτος (όχι μόνο πνευματικά, αλλά και αισθητά) και να συμμετέχουν για πρώτη φορά στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Στην ανατολική πλευρά του Βαπτιστηρίου, καθώς οι νεοφώτιστοι ανέβαιναν τα σκαλοπάτια εξερχόμενοι από την κολυμβήθρα τους υποδεχόταν με χαρά και αγάπη ο επίσκοπος και αμέσως μετά, όλοι μαζί επίσκοπος, κλήρος, νεόφυτοι και παλαιά μέλη της Εκκλησίας εισέρχονταν στον νάο για την προσφορά του μυστηρίου. Στην πραγματικότητα, αν και πολλά εξωτερικά στοιχεία έχουν μεταβληθεί, τίποτα από τη θεολογία του μυστηρίου της Βαπτίσεως και την αναγκαιότητα της κατηχήσεως δεν έχει αλλάξει. Αν ο προσερχόμενος στο Βάπτισμα είναι σε μικρή ηλικία αναλαμβάνει ο ανάδοχος την υποχρέωση της κατηχήσεως, αλλά στην πραγματικότητα η ευθύνη βαρύνει τον βαπτισμένο, ώστε να γνωρίσει την πίστη του και εν συνεχεία να τιμήσει συνειδητά την αρχικά ασυνείδητη επιλογή του να είναι μέλος της Εκκλησίας. Εάν είναι ενήλικας η έστω αρκετά μεγάλος για να έχει συνείδηση της επιλογής του η πρώτη φάση της κατηχήσεως προηγείται του μυστηρίου, όπως ακριβώς στην αρχαία Εκκλησία, και με την ένταξή του στις τάξεις των πιστών έχει την υποχρέωση να συνεχίσει να κατηχείται στο λόγο του Θεού και να συμμετέχει ενεργά στα μυστήρια. Και στις δύο περιπτώσεις η κατήχηση είναι απαραίτητη και η Εκκλησία και τα μέλη της (π.χ. η οικογένεια) την προσφέρουν με πολλούς τρόπους.
Η κατήχηση είναι άκρως σημαντική για την πνευματική μας ζώη. Η κατήχηση είναι προσφορά του λόγου του Θεού και της πράξης της Εκκλησίας. Κατήχηση χρειαζόμαστε όλοι. Δυστυχώς, λάθος επιλογές στην κατήχηση έχουν δημιουργήσει μία ψευδή και εσφαλμένη εικόνα της στους πολλούς για την αποκατάσταση της οποίας γίνονται πολλές και σοβαρές προσπάθειες εκ μέρους της ποιμαίνουσας Εκκλησίας. Η λατρεία και η κατήχηση είναι οι δύο δυνατότητες που έχουμε να ζήσουμε το γεγονός της Εκκλησίας στην καθημερινότητά μας και, επιτέλους, να την μεταμορφώσουμε εν Χριστώ.
Η ανάγκη κατήχησης των Ελληνόπουλων από την παιδική ηλικία οδήγησε στην ίδρυση από την Εκκλησία της Ελλάδος των Κατηχητικών Σχολείων.
Ξεκίνησαν άτυπα το 1870 και παγιώθηκαν στη δεύτερη δεκαετία του 20ουαιώνα, υπό την εποπτεία της Αποστολικής Διακονίας, του επίσημου Οργανισμού της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Προσφέρουν τα μέγιστα στον τομέα της Ορθόδοξης κατήχησης, παράλληλα και συμπληρωματικά με το μάθημα των Θρησκευτικών στα Σχολεία.
Σήμερα, λοιπόν, που ομολογουμένως υπάρχει «ηθικό έλλειμμα», στην κοινωνία, στην παιδεία και στην οικογένεια, τα Κατηχητικά Σχολεία στις Ενορίες καθώς και οι Χριστιανικές Συνάξεις Νέων, οι Χριστιανικές Μαθητικές Ομάδες, από τις Χριστιανικές Αδελφότητες, με τη εποπτεία και ευλογία του οικείου Μητροπολίτη, προσφέρουν την καλύτερη αγωγή που δυστυχώς σταματά και επίσημα να τη δίνει το Δημόσιο Σχολείο. Η λειτουργία τους, με μια ώρα την εβδομάδα, είναι απαραίτητη και η ωφέλεια τεράστια.
Δεν θα διδαχτούν εκεί ένα μάθημα στείρο, αλλά για την ουσιαστική προσέγγιση στην Ορθοδοξία και το χαρούμενο βίωμα της Χριστιανικής ζωής. Εκεί το παιδί, μικρό και μεγάλο, θα ζήσει την αγάπη, τη χαρά, την προσφορά, την κοινωνικότητα, τη συνεργασία. Θα βρει φίλους και ιδανικά. Συγχρόνως, θα έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει σε πλήθος δραστηριοτήτων όπως, χορευτικά συγκροτήματα, θεατρικές ομάδες, χορωδίες, κατασκηνώσεις, εκδρομές, συζητήσεις, συναυλίες, οικολογικές εκδηλώσεις και τόσα άλλα.
Εκεί τα παιδιά μας θα διδαχτούν τον ηθικό νόμο, την αγάπη, την κοινωνική αλληλεγγύη, την καλή κοινωνική συμπεριφορά, την πίστη στο Θεό και την Πατρίδα.
ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ, 17 Οκτωβρίου 2016
Απόσπασμα από το βιβλίο «Ορθόδοξη Κατήχηση», του Αρχιμανδρίτου Ιερεμίου Φούντα.